πετριά
Πετριά, § λίθου βολή. Μ. οἴησις, ὑποχονδρία. Π. Ἔχει πετριὰ πῶς τὰ ξέρει ὅλα.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
μτφ. τρέλα, το “κόλλημα”
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πετριά, § λίθου βολή. Μ. οἴησις, ὑποχονδρία. Π. Ἔχει πετριὰ πῶς τὰ ξέρει ὅλα.