πετ(ι)μέζι, το
Πετ(ι)μέζι (πετιμέζι/πετμέζι), το, ή πεκ(ι)μέζ’, το = ο βρασμένος μούστος χρησιμοποιούμενος όπως το μέλι, εκ του ομηρ. ρ. πέττω ή πέσσω (ρίζα ΠΕΠ) = πεπαίνω, ωριμάζω τι (Ομηρ. Λεξικόν Πανταζίδη) και μούστος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πετ(ι)μέζι (πετιμέζι/πετμέζι), το, ή πεκ(ι)μέζ’, το = ο βρασμένος μούστος χρησιμοποιούμενος όπως το μέλι, εκ του ομηρ. ρ. πέττω ή πέσσω (ρίζα ΠΕΠ) = πεπαίνω, ωριμάζω τι (Ομηρ. Λεξικόν Πανταζίδη) και μούστος.