Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πετάσι (το)

ασφαλιστικό σύνεργο που βάνουν στα παράθυρα ή στα αρμάρια.
Λειτουργεί περιστροφικά και μπαίνει αντί για σύρτης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πετάσ(ι) /τὸ/ (Ἰ. pendere) = μεταλλικὸν ἢ ξύλινον ἀσφάλιστρον ἀνοίγματος παραθύρου ἢ ἑρμαρίου διὰ περιστροφῆς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πετάσι (τό): περιστρεφόμενο μεταλλικό ἤ ξύλινο ἀσφάλιστρο ἀνοίγμα­τος παραθυριοῦ ἤ ἁρμαρίου

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.