πεταλώνω ή πεταλόω
Πεταλώνω ή πεταλόω = καλύπτω δια φύλλων ή πλακών μετάλλου. «Πέταλον: φύλλον, στην καθομιλουμένη σώζεται εις μεταφ. σημασία το φύλλον εκείνο το σιδηρούν, το εις την οπλήν του ίππου προσηλούμενον, πέταλον αλόγου». (Λεξ. Ομηρικόν Πανταζίδη). Πέταλον, το: (ρ. πετάννυμι –ύω = εκτείνω, απλώνω. Το πεταλώνω, ελέγετο και καλιγώνω.