Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πετάλι (το)

αλατισμένο στράδι (κεφάλι) σχισμένο στα δύο και αλατισμένο, για ολιγόχρονη διατήρηση.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πετάλ(ι) /τὸ/ (πετάννυμι) = ἰχθῦς σχιζόμενος κατὰ μῆκος τῆς κοιλίας καὶ ἁλατιζόμενος πρὸς ὀλιγοήμερον συντήρησιν ἢ μεταφοράν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.