πέρβολο (το)
προστατευτικό ξύλινο κιγκλίδωμα που φέρει ημικυκλικό επιστέγασμα, που καλύπτει το μισό επάνω άνοιγμα της εσωτερικής σκάλας στα χωριάτικα κυρίως – μα και της πόλης, σπίτια.
Μερικά πέρβολα είναι κομψά, καλοζυγισμένα, συμμετρικά, με ωραία σκαλιστά καγκελόξυλα. Πάνω στα πέρβολα τοποθετούσαν διάφορα σύνεργα του σπιτιού, ιδίως κουζινικά. Το πέρβολο το λένε και ντριτσαδούρο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πέρβ(ου)λο /τὸ/ (περί, ὑπὲρ-βάλλω) = τὸ πέριξ καὶ ἄνωθεν τοῦ ἀνοίγματος ἐσωτερικῆς κλίμακος τοποθετούμενον δρύφρακτον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πέρβ(ου)λο (τό): ξύλινο κιγκλίδωμα γύρω καί πάνω ἀπό τό ἄνοιγμα σκάλας ἐσωτερικῆς, (ΑΡΧ. περί-ὑπερ-βάλλω).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου