περνάρι (το)
το μεγάλο φρύγανο, ή μεγάλη μάζα, το πουρνάρι, ο πρίνος.
Το φυτό έχει και ιαματικές ιδιότητες. Σε χργρ. γιατροσοφικό βιβλίο διαβάζομε: “Το περνάριον. Είναι η φλούδα του καλή ή αποκάτου ή να ξύσει τηγάνι από μέσα, ή τα βελάγγια του να βράσει με νερό να πίνει. Είναι σταματικό πολύ κι εκείνοι οπού βγάζουν αίμα από τον στόμα και δια τα συνήθεια των γυναικών, οπού τρέχουν και εκεινού, οπού δεν μπορεί να κατουρήσει. ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 77).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Περνάρ(ι) /τὸ/ = ὁ πρῖνος, τὸ πρινάρι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης