περίρω 02 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Περίρω /ἀρχ./ (Ἰ. perire) = ἀπόλλυμι, χάνω, καταστρέφω, ἀπόλλυμαι, χάνομαι, καταστρέφομαι.