Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περίδρομος (ο)

  1. πολυφαγία, όταν κανείς τρώει κατά κόρον και απ΄ την πολυφαγία νιώθει πονοστόμαχο.
    Φράσεις: “περίδρομος να σε φάει” – “έφαγε τον περίδρομο” – “περίδρομος!” = σκάσε, σώπα!
    Υπάρχει και ξόρκι σχετικό: “Ξόρκιον δια τον περίδρομον: Περίδρομε περίστροφε / φεύγα από τον δούλο (ή το ζώον) του Θεού / σύρε εις την άμμον της θαλάσσης … διατί έρχεται η φωτιά και σε καίει. Στώμε καλώς, στώμε μετά φόβου του Θεού. / Αμήν – μ – υγιάτωι” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα).
    Ο Αρ. Βαλαωρίτης, σχολιάζει στις ¨γλωσσικές σημειώσεις του Φωτεινού”: “Περίδρομε, ο διάβολος όθεν “να σε πάρει ο περίδρομος” … και “ησύχασε περίδρομε”, φράσις συνήθης απευθυνόμενη προς τα άτακτα παιδιά”.
    Στο ποίημα “Φωτεινός”, άσμα Α΄: “Περίδρομος, κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί, που σώδωκε το γάλα”.
  2. επίσης περίδρομος = αρρώστια που πιάνει τα γιδοπρόβατα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Περίδρομος /ὁ/ (περὶ-δρόμος) = πολυφαγία, στομαχαλγία ἐκ πολυφαγίας. Λέγεται καὶ ὡς κατάρα: «περίδρομος» = νὰ περιβληθῇς ἀγχόνην.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Με δύο έννοιες, πολυφαγία (περιδρομιάζω) και επιτακτικό “σκάσε” του Βαλαωρίτη στον Φωτεινό (363 και 335), όταν επιπλήττει το γιο του “περίδρομος κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί που σούδωκε το γάλα” (περί-δρόμος). Συνώνυμο το ντερλικώνω (δρολικώνω, Σκαρλάτος).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Περίδρομος = βαρειά ἀσθένεια τῶν αἰγοπροβάτων.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.