περίδρομος (ο)
- πολυφαγία, όταν κανείς τρώει κατά κόρον και απ΄ την πολυφαγία νιώθει πονοστόμαχο.
Φράσεις: “περίδρομος να σε φάει” – “έφαγε τον περίδρομο” – “περίδρομος!” = σκάσε, σώπα!
Υπάρχει και ξόρκι σχετικό: “Ξόρκιον δια τον περίδρομον: Περίδρομε περίστροφε / φεύγα από τον δούλο (ή το ζώον) του Θεού / σύρε εις την άμμον της θαλάσσης … διατί έρχεται η φωτιά και σε καίει. Στώμε καλώς, στώμε μετά φόβου του Θεού. / Αμήν – μ – υγιάτωι” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα).
Ο Αρ. Βαλαωρίτης, σχολιάζει στις ¨γλωσσικές σημειώσεις του Φωτεινού”: “Περίδρομε, ο διάβολος όθεν “να σε πάρει ο περίδρομος” … και “ησύχασε περίδρομε”, φράσις συνήθης απευθυνόμενη προς τα άτακτα παιδιά”.
Στο ποίημα “Φωτεινός”, άσμα Α΄: “Περίδρομος, κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί, που σώδωκε το γάλα”. - επίσης περίδρομος = αρρώστια που πιάνει τα γιδοπρόβατα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Περίδρομος /ὁ/ (περὶ-δρόμος) = πολυφαγία, στομαχαλγία ἐκ πολυφαγίας. Λέγεται καὶ ὡς κατάρα: «περίδρομος» = νὰ περιβληθῇς ἀγχόνην.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Με δύο έννοιες, πολυφαγία (περιδρομιάζω) και επιτακτικό “σκάσε” του Βαλαωρίτη στον Φωτεινό (363 και 335), όταν επιπλήττει το γιο του “περίδρομος κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί που σούδωκε το γάλα” (περί-δρόμος). Συνώνυμο το ντερλικώνω (δρολικώνω, Σκαρλάτος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Περίδρομος = βαρειά ἀσθένεια τῶν αἰγοπροβάτων.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής