περιδρομιάζω -ομαι
τρώγω αχόρταγα.
Η λέξη λέγεται κυρίως όταν τρώγει κανείς σε ξένο σπίτι.
φράση: “Επεριδρομιάσ΄κε κι έφυγε”, σκωπτικά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Περ(ι)δρομιάζω -ομαι (περὶ-δρόμος) = τρώγω ἀπλήστως καὶ εἰς βάρος ἄλλων ἀνεπιθύμητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης