Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέργ(ου)λο

Πέργουλο /τὸ/ (Ἰ. pergolo) = θεωρεῖον, περίπτερον, κιόσκι σκιᾶς. β. καὶ λ. πέρβ(ου)λο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.