περαντάρ(ι) 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Περαντάρ(ι) /τὸ/ (πέρα, περάω) = δρόμος ἀτέρμων (ἀναζητήσεως, ἐπιδιώξεως ἢ φυγῆς).