Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περαντάρ(ι)

Περαντάρ(ι) /τὸ/ (πέρα, περάω) = δρόμος ἀτέρμων (ἀναζητήσεως, ἐπιδιώξεως ἢ φυγῆς).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.