πεντάλφα (η)
φουσκάλα του δέρματος από κάψιμο: “πετάχτηκε λάδι και μου σήκωσε πεντάλφες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πεντάλφα /ἡ/ = τὸ σύμπλεγμα τῶν πέντε Α, πόμφος, διάσπαρτον οἴδημα ἀναφυλαξίας μετὰ κνησμοῦ, πετέχεια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πεντάλφα = φουσκάλα τοῦ δέρματος ἀπό ἔγκαυμα ἤ ἄλλης αἰτίας.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής