πατσ(ι)σκάρμι
Πατσ(ι)σκάρμι /τὸ/ (πάσσαξ, σκαλμὸς) = κιονίσκος ἐφολκίου πρὸς πρόσδεσιν πρυμνησίου ἢ πεισματίου, δέστρα εἰς τὴν κουπαστήν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πατσ(ι)σκάρμι /τὸ/ (πάσσαξ, σκαλμὸς) = κιονίσκος ἐφολκίου πρὸς πρόσδεσιν πρυμνησίου ἢ πεισματίου, δέστρα εἰς τὴν κουπαστήν.