πατ(ι)κώνω
Πατικώνω (πατέω -ῶ) = συμπιέζω διὰ τῶν πελμάτων, συνθλίβω διὰ πατήσεως τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πατικώνω (πατέω -ῶ) = συμπιέζω διὰ τῶν πελμάτων, συνθλίβω διὰ πατήσεως τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος.