πατηκώνω
πατώ, συνθλίβω τη φτέρνα του παπουτσιού. Στρώνω με μικρές πέτρες μαλακό, χωμάτινο έδαφος, άλλως στρακώνω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πατώ, συνθλίβω τη φτέρνα του παπουτσιού. Στρώνω με μικρές πέτρες μαλακό, χωμάτινο έδαφος, άλλως στρακώνω.