Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατερ(η)μός

  1. μικρό διάστημα χρόνου, όσο διαρκεί το “Πάτερ ημών”.
    Λέμε: “δεν πας ένα πατερμό να πεις του μπάρμπα σου να έρθει να μας βοηθήσει;” – “πεταξ΄ ένα πατερμό να μας γιομίσεις τα παγούρια νερό, εκορζάξαμε
  2. “πες τα πατερμά σου τώρα”, δηλ. τις δήθεν ευχές σου. – “Άρχισες τα πατερμά σου;” = τις βρισιές.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πατερ(η)μὸς /ὁ/ = ὀλίγα δευτερόλεπτα χρόνου (ὅσον χρειάζεται διὰ τὴν ἀπαγγελίαν τοῦ «πάτερ ἡμῶν»), «πετάξ’ ἕναν πατερμὸ νὰ μ’ φέρς τὸ κλαδευτῆρ».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.