παταγούδι (επίρρ.)
κρύος, παγωμένος.
“Τα χέρια μου και τα πόδια μου είναι παταγούδι”.
Το ρήμα: παταγουδιάζω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παταγοῦδι /ἐπίθ. ἄκλ./ (παγετώδης) = παγωμένος, κατάψυχρος.
Παταγουδιάζω (παγετώδης) = παγώνω, καταψύχομαι, κρυώνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θέλει έρευνα. Κατά τον Λάζαρη (κι ίσως έχει δίκιο) από το παγετώδης, πολύ ψυχρός, παγωμένος (παγετούδι)
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Παταγούδι = κατάψυχρο, τά χέρια σου εἶναι παταγούδι (εἶναι πολύ παγωμένα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής