πατάγια (η)
σύντομη επίσκεψη κάπου.
φράση: “Επήγα κι εγώ στη συμπεθέρα μια πατάγια” = μια στιγμή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πατά(γ)ϊα /ἡ/ (Ἰ. battaglia) = συνάντησις, δοσοληψία, περίπτωσις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κοντομίχης: μια στιγμή. Λέμε: μια πατάγια. Ο Λάζαρης ( οοποίος να σημειωθεί έκαμε φιλότιμη προσπάθεια να ετυμολογήσει τα λευκαδίτικα, πρώτος στο σύνολό τους, το πηγαίνει στο ιταλικό battaglia. Αλλά η λέξη αυτή σημαίνει μάχη (Mandeson).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης