παστρικός
καθαρός, ο τίμιος, ο άψογος
Ειρωνικά: παστρικό πρόσωπο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παστρικὸς -ιὰ -ὸ Παστρόj, Σλ. bάστρα) = καθαρός, (καὶ κατ’ εὐφημισμὸν) ὑπόπτου ἠθικῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης