πασσαμέντο
Πασσαμέντο /τὸ/ (Ἰ. passamento) = διάβασις, δίοδος, πάροδος, παρυφή, πλαίσιον, περιθώριον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πασσαμέντο /τὸ/ (Ἰ. passamento) = διάβασις, δίοδος, πάροδος, παρυφή, πλαίσιον, περιθώριον.