παρτίδο (το)
το μερίδιο, “ένα παρτίδο σιτάρι”.
Το παρτίδο ήταν δάνειο ορισμένης ποσότητας. Π.χ. “Δανείστηκα από τον μπακάλη ένα παρτίδο λιναρόσπορο”. κ.λπ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το μερίδιο, “ένα παρτίδο σιτάρι”.
Το παρτίδο ήταν δάνειο ορισμένης ποσότητας. Π.χ. “Δανείστηκα από τον μπακάλη ένα παρτίδο λιναρόσπορο”. κ.λπ.