Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρήμερος

Παρήμερος, § ὁ μικρόσωμος, ὁ οἱονεὶ πρὶν τῆς ὥρας του γεννηθείς· χρώμεθα τῇ λ. ἐπὶ χλευασμῷ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.