Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παραζούζ(ου)λο (το)

δύσμορφος, τιποτένιος, αποκρουστικός.
Η λέξη σχετίζεται  και με τις παραδόσεις για νεράιδες και καλικάντζαρους: “Μια γριά γύριζε νύχτα από το μύλο . Κι επειδή φοβόταν  τα παγανά μπήκε καβάλα στο γαϊδούρι της ανάμεσα απ΄ τα δυο τσουβάλια, τυλιγμένη μ΄ ένα σακί. Κι έλεγαν οι καλικάντζαροι, που την είδαν: ” Ε η μια μεριά, ε, και η άλλη κι αγ΄πάν΄ το αγπανωγόμπι και πίσω ο κερατάς π΄ το ΄χει”. Κατέβασαν τη γριά και την έβαλαν γυμνή στο χορό λέγοντάς της: “Πάνου μαλλιά, κάτου μαλλιά και στη μέση καρδαμούλες / Είδα ζούζλο, παραζούζλο / σαν εσένανε ζουρλόγρια / άλλο ζούζλο δε ματάειδα …”.
Η λέξη αποτελεί βρισιά: “Δεν ντρέπεσαι, μωρέ παραζούζ΄λο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παραζούζουλο /τὸ/ (παρὰ-ζαλόεις, Σλ. zούzελy) = δύσμορφος, δυσειδής, ἀποτρόπαιος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Παραζούζουλο = κάτι χειρότερο τοῦ ζούζουλου, βρισιά σέ κακόμορφο καί τελείως ἀκοινώνητο ἄνθρωπο, αὐτό τό παραζούζουλο; αὐτό τό παρασάνταλο;

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.