παραβάνω και παραβάλλω
παρακινώ τα σκυλιά να μαλώσουν μεταξύ τους ή να επιπέσουν εναντίον άλλου σκυλιού ή ανθρώπου. “μάζεψε τα σκυλιά σου και μην τα παραβάνεις, γιατί θα μας φάνε” Δεν είμαστε κλέφτες κουμπάρε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραβάνω (παρὰ-βάλλω) = παρακινῶ εἰς ἐπίθεσιν ἢ ἀδικοπραγίαν. «ἐπαράβανε τὸ σκλὶ νὰ μᾶς φάῃ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παραβάνω = παρακινῶ στό σκυλί γιά νά ὁρμήσει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Παραβάλλω καὶ παραβάνω παρορμῶ τοὺς κύνας εἰς πάλην, ἢ ἐναντίον τινός.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός