Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρασπόρι (το)

μικρή σπορά.
Όταν κάποιος έδινε τα χωράφια του μισακά ή τριτάρικα και ήθελε παράλληλα να “ημερέψει” κι ένα κομμάτι γης που ήταν ως τότε ακαλλιέργητο, έλεγε στο σέμπρο του: “Πάρε κι αυτό το κομμάτι, ημέρεψέ το και ό,τι κάμεις όλο δικό σου”. Αυτό το κομμάτι γης το ΄λεγαν παρασπόρι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.