Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρανομιά (η)

παρανομία, παράβαση.
μτφρ. σημαίνει τον κακό άνθρωπο, το στριμμένο, τον κακόβουλο.
“Ασ΄την παρανομιά …”, δηλ. αυτήν την κακή γειτόνισσα.
“Αυτός δα είναι μια παρανομιά”.
Επίπληξη: “Μπα, κακομοίριας σ΄ και παρανομιάς σου!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παρανομ(ν)ιὰ /ἡ/ = παρανομία, ἁμαρτία, δυστυχία, λαχτάρα, ἀγάπη.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Παρανομνιά καί παρανομιά = λέγεται ὅπως (δυστυχία μου καί παρανομιά μου).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.