παραλέκατος -η -ο
ανάπηρος, στρεβλωμένος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραλέκατος -η -ο (παρὰ-Ἰ. legare) = ἀσύμμετρος, ἀνάπηρος, στρεβλός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ανάπηρος, στρεβλωμένος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραλέκατος -η -ο (παρὰ-Ἰ. legare) = ἀσύμμετρος, ἀνάπηρος, στρεβλός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης