πάρα
Πάρα, Ἐπίρ. ἐπιτατ. § σφόδρα, λίαν. Π. ἔχω γυναῖκα πάρα νειὰ = σφόδρα νέαν (ᾆσμ. 23).
Σημ. Αὐτὴ ἡ πρόθ. παρὰ παροξυτονουμένη. Οὕτω καὶ οἱ ἀρχαῖοι παροξύνουσιν ἐνίοτε τὴν ἀπό, τὴν περὶ κτλ. λέγοντες ἄπο σκοποῦ ἀρετῆς λέγοντες πέρι κτλ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πάρα, Ἐπίρ. ἐπιτατ. § σφόδρα, λίαν. Π. ἔχω γυναῖκα πάρα νειὰ = σφόδρα νέαν (ᾆσμ. 23).
Σημ. Αὐτὴ ἡ πρόθ. παρὰ παροξυτονουμένη. Οὕτω καὶ οἱ ἀρχαῖοι παροξύνουσιν ἐνίοτε τὴν ἀπό, τὴν περὶ κτλ. λέγοντες ἄπο σκοποῦ ἀρετῆς λέγοντες πέρι κτλ.