Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παπαρδέλλα (η)

  1. το αντρικό αιδοίον, αστειολογικά πάντοτε, για παιδιά
  2. επιπόλαιη και κουτσομπόλα γυναίκα, η ψεύτρα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παπαρδέλλα /ἡ/ (Ἰ. pappardella) = ταινιόσχημον ζυμαρικόν, λαζάνια, ταγιαδέλλα, φλυαρία ἐπιπολαία καὶ ψευδολόγος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Επτανησιακό φαγητό. Μεταφορικά σημαίνει φλυαρίες, ανοησίες. Από το ιταλικό papardella, φαγητό με λαζάνια και κιμά. Μεταφορικά κατά το Mandeson ” Ο μακρύς και ανιαρός λόγος”
Στο χωριό: λες παπαρδέλλες

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.