παπαρδέλλα (η)
- το αντρικό αιδοίον, αστειολογικά πάντοτε, για παιδιά
- επιπόλαιη και κουτσομπόλα γυναίκα, η ψεύτρα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παπαρδέλλα /ἡ/ (Ἰ. pappardella) = ταινιόσχημον ζυμαρικόν, λαζάνια, ταγιαδέλλα, φλυαρία ἐπιπολαία καὶ ψευδολόγος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Επτανησιακό φαγητό. Μεταφορικά σημαίνει φλυαρίες, ανοησίες. Από το ιταλικό papardella, φαγητό με λαζάνια και κιμά. Μεταφορικά κατά το Mandeson ” Ο μακρύς και ανιαρός λόγος”
Στο χωριό: λες παπαρδέλλες
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης