Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάπα (η)

η ασκοειδής διαστολή του οισοφάγου των πουλερικών, όπου παραμένουν οι τροφές για επεξεργασία πριν περάσουν στο στομάχι.
φράση: “Να τσωπάσ΄ η πάπά σ΄” λέμε όταν κάποιος μας λέει να σωπάσουμε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πάπα /ἡ/ (Ἰ. pappare) = ὁ πρόλοβος τῶν πουλερικῶν, ἡ μάπα, ἡ σγάρα, ὁ πῖλος (εἰς νηπιακὴν διαλεκτικήν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πάπα = πρόβουλος τῶν πουλερικῶν.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.