Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάντ(ου)ρος -η -ο

Πάντ(ου)ρος -η -ο (πᾶν-δείρω, πανδούριον, παντούρωμα) = ψυχρός, παγερός, σκυθρωπός, ἀσυγκίνητος, ἄχαρις: «κρῦος καὶ πάντουρος!».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.