Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πανιάζω

κιτρινίζω, χλομιάζω, τα χάνω αιφνιδίως αλλάζοντας κι το χρώμα του προσώπου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πανιάζω (πηνίον, πανὶ) = παίρνω τὸ χρῶμα τοῦ πανίου, χλωμιάζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πανιάζω § Μέσ. Φοβοῦμαι, ὠχριῶ.

Σημ. ἰδ. Πανί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.