Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παλιορούτι (το)

το ξεσκισμένο, το τελειωμένο ρούχο

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παληοροῦτι /τὸ/ (παλαιὸς-ρυτίς, ρύτισμα) = παληόρουχο μπαλωμένο, ξεσκλίδι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Παλιό μπαλωμένο ρούχο. Μια αξιόλογη ιδιωματική πλην αρχαιοπρεπή λέξη.
Αποτελείται από δύο μέρη. Από το επίθετο παλιός (με -ι- αρχ. παλαιός) και τη λέξη ρύτισμα, το μπάλωμα.
Σωστά το ετυμολογεί ο Λάζαρης μόνο που το παλιός το γράφει εσφαλμένα με -η-.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Παληορούτι = παληοσκούτι ἐξωτερικό, παληό καί πρόχειρο ροῦχο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.