παλιορούτι (το)
το ξεσκισμένο, το τελειωμένο ρούχο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παληοροῦτι /τὸ/ (παλαιὸς-ρυτίς, ρύτισμα) = παληόρουχο μπαλωμένο, ξεσκλίδι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Παλιό μπαλωμένο ρούχο. Μια αξιόλογη ιδιωματική πλην αρχαιοπρεπή λέξη.
Αποτελείται από δύο μέρη. Από το επίθετο παλιός (με -ι- αρχ. παλαιός) και τη λέξη ρύτισμα, το μπάλωμα.
Σωστά το ετυμολογεί ο Λάζαρης μόνο που το παλιός το γράφει εσφαλμένα με -η-.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Παληορούτι = παληοσκούτι ἐξωτερικό, παληό καί πρόχειρο ροῦχο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής