παλεύω
επιπλήττω, κοπιάζω, αγωνίζομαι.
φράσεις: “Μη με παλεύεις, μωρή μάνα, δε φταίω εγώ” – “εδώ παλεύω με τα χώματα” – “κάτι παλεύω να κάμω …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παλεύω (πάλη) = ἀγωνίζομαι, μοχθῶ, λογομαχῶ, ἐπιπλήττω, ἐπικρίνω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παλεύω = μαλώνω, ἐπιπλήττω, μή παλεύεις τό παιδί (μή μαλώνεις τό παιδί).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Παλεύω = αγωνίζομαι, πασχίζω, εναντιὠνομαι, φοβερίζω, αγριεύω. Εδώ με την έννοια του φοβερίζω, (ρ. παλαίω, πάλη). Συνηθισμένη έκφραση είναι «ποιος σε πάλεψε παιδάκι μ’ και κλαίς;».Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα