Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παλαμίζω

  1. βάφω τα ύφαλα της βάρκας ή του πλοίου με στεατώδη αδιάβροχη ουσία. Επαλείφω με πίσσαν χρησιμοποιώντας για τις ρωγμές στουπί.
  2. βάνω την παλάμη μου: όρκος: “Παλαμίζω το Ευαγγέλιο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παλαμίζω (παλάμη) = ἅπτομαι διὰ τῆς παλάμης, ἐπιθέτω τὴν παλάμην, ἐπαλείφω τὰ ὕφαλα πλοίου ἢ λέμβου διὰ στεατώδους οὐσίας, «ἐπαλάμσε τὸ Βαγγέλιο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Παλαμίζω, § ἀλείφω διὰ πίσης τὴν ἐπιφάνειαν τῆς σκάφης τῶν πλοίων· § ἐπιορκῶ θέτων τὴν παλάμην ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἁγίου ἢ ἐπὶ τοῦ εὐαγγελίου.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.