Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάγκα (η)

  1. μεγάλος πάγκος ή απλό σανίδωμα, όπου οι έμποροι τοποθετούν το εμπόρευμα που πουλούν.
  2. το ταμείο, η τράπεζα, το αμοιβαίο χρηματικό ποσό που βάνουν οι παίχτες στα χαρτοπαίγνια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πάγκα /ἡ/ (Ἰ. panca) = σανίδωμα ἐκθέσεως ἐμπορευμάτων (Ἰ. banca) = τράπεζα, ταμεῖον, χρηματικὸν ἀπόθεμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.