παγάδα (η)
άπνοια, νηνεμία, γαλήνη.
φράση: “Όταν επαγαδώσε φύγαμε με τη βάρκα”.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ.: “Η Χελιδόνα απάνωθε βαθιά μια φρονιμάδα / τη βάρκα μου εκατάλαμπε / κι απ΄ τη βαθιά παγάδα / το μέτωπο μου λούζοντας/ στην παγερή απαλαμή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παγάδα /ἡ/ (Ἰ. pacato) = ἡσυχία, γαλήνη, ἄπνοια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παγάδα, § ἄκρα γαλήνη, νηνεμία· ἡ κατάστασις τῆς θαλάσσης, ὄταν ἡ ἐπιφάνεια αὐτῆς μένῃ ἀκίνητος, ὡς ὁ πάγος, ἐξ οὗ πιθανῶς καὶ παρήχθη, εἰ μὴ ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ pacata = ἥσυχη.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου