πάγα (η)
η αμοιβή, ο μισθός.
Σε χργρ. του 1754 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “εις πάγες τον γιατρόν, ης γιατρικά και όλα .. μου επήγαν λ. 567″.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάγα /ἡ/ (Ἰ. paga) = μισθός, πληρωμή, ἀπόθεμα, κομπόδεμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης