παχτωτής (ο)
μισθωτής κτημάτων, ο σέμπρος
πάχτωση: η αγρομίσθωση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παχτωτὴς § ὁ ἀγρομισθωτὴς καὶ πάχτωσις ἡ ἀγρομίσθωσις.
Σημ. Ἂν ἡ λ. δὲν σχετίζηται μὲ τὸ λατ. pactum, πιθανῶς νὰ παράγηται ἐκ τοῦ πακτύω (= στερεόνω) κατ’ ἐκπεσμὸν τῆς ἀρχικῆς σημασίας.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου