οβολός (ο)
νόμισμα μικρής αξίας στα Επτάνησα επί Αγγλοκρατίας. (1810-1864).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Όβολα, Χρήματα.
Ο οβολός ήταν αρχαίο αττικό νόμισμα, που ισοδυναμούσε προς το 1/6 της αττικής δραχμής, ποσό ευτελές, εξ. ου “δώσε τον οβολό σου”, όπως φτωχή χήρα της Ευαγγελικής παραβολής. Ετυμολογείται από το αρχαίο οβολός.
Ο Κοντομίχης: “νόμισμα μικρής αξίας στα Επτάνησα επί Αγγλοκρατίας. (1810-1864)”.
Ο Λάζαρης το παραλείπει. Χαρακτηριστικός σε μας ο πληθυντικός, τα όβολα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης