Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

οτρά (η)

[πριν από άλλη λέξη]

χρωματιστό γαϊτάνι, μεταξοκλωστή. Τις οτρές τις λένε και μανάδες.
Το πλέξιμο της οτράς από μεταξοκλωστές γινόταν μαστορικά, με τέχνη απ΄ τους φραγκοράφτες. Με τις οτρές διακοσμούσαν τις παραδοσιακές φορεσιές, ιδίως τα κοντέσια και τα γελέκια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ὀτρὰ /ἡ/ (Τ. ὀτρὰ) = μεταξίνη κλωστή.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.