οργοτόμος (ο)
ο επιστάτης αγροτικών εργασιών.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, στα σχόλια σημειώνει: “οργοτόμος” = ο διευθύνων τους θεριστάς και εν γένει ταις αγροτικαίς εργασίαις, ο προπορευόμενος σκαπανεύς. Ο χαράττων την γραμμήν, ήτις τίθεται ως ώριον εις τας γινομένας ανασκαφάς”.
Όργος ή οργός ο ανορυττόμενος αύλαξ, αυτή η γραμμή.
στίχος: “Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀργοτόμος /ὁ/ (ὀργάω, ἐργάω, τομὴ) = ὁ ἀρχιεργάτης τοῦ σκαψίματος, ὁ κατευθύνων τὴν γραμμὴν τοῦ ἔργου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης