όψομαι
Όψομαι: Εκ του ρ. οράω ή ορόω, παρ. εώρων, αόρ. είδον, μέλ. όψομαι (εκ του ΟΠ-, παρακ. όπωπα) = βλέπω, παρατηρώ, θεώμαι, κοιτάζω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Όψομαι: Εκ του ρ. οράω ή ορόω, παρ. εώρων, αόρ. είδον, μέλ. όψομαι (εκ του ΟΠ-, παρακ. όπωπα) = βλέπω, παρατηρώ, θεώμαι, κοιτάζω.