ομπλός -ή -ό
απαλός, αραιός στο πλέξιμο. “το ζυμάρι έγινε πολύ ομπλό”, απαλό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀμπλὸς -ὴ -ὸ (ἐμβελής, ἔμβολος, ἀμβλύς, Λ. amplus) = ἀραιὸς εἰς τὸ πλέξιμον ἢ τὴν ὕφανσιν, τραχείας ὑφάνσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης