ομπλιγκατζόνε
(obligazione) = η δέσμευση, η υποχρέωση. (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ 176-77).
Παραθέτομε απόσπασμα μισθωτηρίου εγγράφου συνταγμένου στην Αμαξική (τότε πρωτεύουσα της Λευκάδας) στα 1711, που περιλαμβάνει τις παραπάνω λέξεις: ” … και όσα παλιά κλίματα είναι να τα καταβολιάζει και να τα χιόνι στης γης, και λίποντας από τες άνοθεν ομπλιγκατζιόνες ο αυτός ζανέτος (σ.σ. ο μισθωτής) να ίνε ομπλιγάδος να του αποκρένεται … και ο άνοθεν τζανέτος να γοδέρι το περιβόλη, πέρνη υπόσχεσην και ομπλιγάρεται να δίνει του άνοθεν σορ σταμάτη τον κάθε χρόνο ριάλια 56 …”.
βλ. ομπλίγος, ομπλιγατζιόν, ομπλιγάρω