Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νύλακας (ο)

θάμνος, αρχ. σμίλαξ. Είναι πουρνάρι χωρίς αγκάθια στα φύλλα του.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄: “οπού επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Νύλακας /ὁ/ = ὁ θάμνος μίλαξ ἢ σμίλαξ, εἶδος δρυός, πουρνάρι χωρὶς ἀγκάθια.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.