νύλακας (ο)
θάμνος, αρχ. σμίλαξ. Είναι πουρνάρι χωρίς αγκάθια στα φύλλα του.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄: “οπού επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νύλακας /ὁ/ = ὁ θάμνος μίλαξ ἢ σμίλαξ, εἶδος δρυός, πουρνάρι χωρὶς ἀγκάθια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης