ντραβαλίζω 12 Φεβ, 2017 Ν 0 Σχόλια 0 Ντραβαλίζω (Ἰ. travagliare) = ταλαιπωρῶ, ἐνοχλῶ, βασανίζω, μοχθῶ, θορυβῶ. βλ. τραβαλίζω