ντραβάλιο – ντράβαλο
Ντραβάλιο / ντράβαλο /τὸ/ (Ἰ. travaglio) = ἐργασία, μόχθος, ἐνόχλησις, ταραχή, θόρυβος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ντράβαλο, § ἰδ. ἀντράβι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ντραβάλιο / ντράβαλο /τὸ/ (Ἰ. travaglio) = ἐργασία, μόχθος, ἐνόχλησις, ταραχή, θόρυβος.
Ντράβαλο, § ἰδ. ἀντράβι.