Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντιπ’

εξ ολοκλήρου, εντελώς. φράσεις: “πήρε φωτιά το σπίτι και κάηκε ντιπ” – “Δεν πήρα τίποτα εφέτος από το λάδι, ντιπ”. Συχνά για να επιτείνουμε την άρνηση λέμε: ντιπ ντιπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντίπ(ι) /ἐπίρ./ (Τ. dὶπ) = ὁλοτελῶς, πλήρως, μέχρι πυθμένος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Επίρρημα στις λαϊκές εκφράσεις ντιπ κατά ντιπ ή ντιπ για ντιπ, που σημαίνει καθόλου. ΑΠό το τουρκικό dip. Ίδιο και το μπίτ (toyrkik;o bit).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.