ντιπ’
εξ ολοκλήρου, εντελώς. φράσεις: “πήρε φωτιά το σπίτι και κάηκε ντιπ” – “Δεν πήρα τίποτα εφέτος από το λάδι, ντιπ”. Συχνά για να επιτείνουμε την άρνηση λέμε: ντιπ ντιπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντίπ(ι) /ἐπίρ./ (Τ. dὶπ) = ὁλοτελῶς, πλήρως, μέχρι πυθμένος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Επίρρημα στις λαϊκές εκφράσεις ντιπ κατά ντιπ ή ντιπ για ντιπ, που σημαίνει καθόλου. ΑΠό το τουρκικό dip. Ίδιο και το μπίτ (toyrkik;o bit).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης